- τηλεθέαμα
- το, -ατοςθέαμα, εικόνες που μεταδίνονται σε μακρινές αποστάσεις με σύστημα τηλεοπτικό (βλ. και τηλεόραση).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεθέαμα — το, Ν θέαμα, παράσταση που μεταδίδεται με τηλεοπτικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + θέαμα] … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεθεατής — ο αυτός που βλέπει τηλεθέαμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)